μυλεργάτης

μυλεργάτης
μῠλ-εργάτης, ου, [dialect] Dor. [suff] μῠλ-τᾱς, ,
A miller, AP7.394 (Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυλεργάτης — ο (Α μυλεργάτης, δωρ. τ. μυλεργάτας) εργάτης που δουλεύει σε μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

  • μυλεργάτας — μυλεργάτᾱς , μυλεργάτης miller masc acc pl μυλεργάτᾱς , μυλεργάτης miller masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”